Παρασκευή 4 Σεπτεμβρίου 2009


ΤΟ ΠΑΡΑΠΟΝΟ


Εδώ στου δρόμου τα μισά έφτασε η ώρα να το πω
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ γι’ αλλού, γι’ αλλού ξεκίνησα
Άλλα είν’ εκείνα που αγαπώ γι’ αλλού, γι’ αλλού ξεκίνησα

Στ’ αληθινά στα ψεύτικα το λέω και τ’ ομολογώ
Σα να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα
Σα να ‘μουν άλλος κι όχι εγώ μες στη ζωή πορεύτηκα

Όσο κι αν κανείς προσέχει όσο κι αν το κυνηγά
Πάντα, πάντα θα ‘ναι αργά, δεύτερη ζωή δεν έχει...

Έτσι επειδή μ'έπιασε το παράπονο σήμερα.
Χρόνια πολλά Αδαμαντία μου. Ελπίζω πραγματικά να περνάς καλά!!!

Τρίτη 1 Σεπτεμβρίου 2009

Αγαπητοί συνεργάτες..



Το "αφεντικό" έφυγε για διακοπές στα όμορφα μέρη που φαίνονται στις παρακάτω φωτογραφίες και άφησε πίσω του, όχι συντρίμια, αλλά οδηγίες...."Να προσέχεις το blog μου" μου είπε. Κι αυτό θα κάνω..(όχι ότι με παίρνει να κάνω κι αλλιώς). Γι' αυτό, Βάσια και Γεωργία σας εφιστώ την προσοχή!!!Γράψτε κανά ωραίο κειμενάκι γιατί μας βλέπω να ανεβάζουμε τέτοια ταμπέλα και να το κλείνουμε το μαγαζί και ποιός την ακούει μετά..

Καλές διακοπές στη φίλη μας λοιπόν και με το καλό να επιστρέψει στο blogάκι της....

Αααα και ΧΡΟΝΙΑ ΤΗΣ ΠΟΛΛΑ!!!

ΣΑΣ ΑΓΑΠΑΩ!



ΚΑΠΟΥ ΕΚΕΙ ΘΑ ΕΙΜΑΙ ΚΙ ΕΓΩ!

Σάββατο 29 Αυγούστου 2009

Παράξενο παιδι, σκοτεινό...


Πέρασαν μέρες χωρίς να στο πω
"Το σ' αγαπώ δυο μόνο λέξεις..."
αγάπη μου,πως θα μ' αντέξεις,
που 'μαι παράξενο παιδί σκοτεινό.

Πέρασαν μέρες χωρίς να σε δώ,
κι αν σε πεθύμησα δε ξέρεις.
"Κοντά μου πάντα θα υποφέρεις..",
σου το 'χα πει ένα πρωί βροχερό.

Θα σβήσω το φως κι όσα δε σου χω χαρίσει
σε ένα χάδι θα σου τα δώσω.
κι ύστερα πάλι θα σε προδώσω,
μες στου μυαλού μου το μαύρο βυθό.

Θα κλάψεις ξανά που μόνη θα μείνεις
κι εγώ πιο μόνος κι από μένα,
μες σε δωμάτια κλεισμένα,
το πρόσωπό σου θα ονειρευτώ,
γιατί μες στο όνειρο μόνο ζω.

Στα σοβαρά μη με παίρνεις
ειν' το μυαλό μου θολό
είναι και ο κόσμος μου αστείος.
Κι όταν με βαρεθείς τελείως
ψάξε αλλού να με βρεις όπως με θες.

Και εγώ που αγάπησα πάλι την ιδέα σου μόνο
και κάποιο στίχο που σου μοιάζει,
κοιτάζω έξω και χαράζει...
έγινε το αύριο πάλι χθες.

Θα σβήσω .....

Αλ. Ιωαννίδης

9 χρονών. Τόσο ήμουν όταν η δασκάλα μου, με έβαλε να ακούσω αυτό το τραγούδι. Κι ήταν η πρώτη μου φορά. "Είναι από κάποιον σαν εσένα! Ένα παράξενο παιδι, σκοτεινό". Μου άρεσε. Πέρασαν 6 χρόνια για να το ξανακούσω. Όχι το τραγούδι... αυτό... το "παράξενο παιδί". Η μαμά της Βανέσσας, στο γυμνάσιο. "Να της μιλάς... Να την προσέχεις... Να την παρατηρείς" και τον ίδιο στίχο... Χρειάστηκε να περάσουν άλλα 6 για να καταλάβω το υπόλοιπο τραγούδι... Πώς να με αντέξει και ποιος; Μόνο στα όνειρά μου ζω κι ερωτεύομαι ιδέες... Ένα μόνο δεν ξέρω ακόμα. Ή απλά δεν θέλω να το παραδεχτώ. Κοντά μου όλοι υποφέρουν;

ΕΡΕΒΟΣ


Είναι αυτές οι ώρες του δειλινού

που ματώνουν την ψυχή μου

Ο ήλιος δεν αγαπά τον ουρανό

Η νύχτα κρύβει ΄τ' αστερια

κάτω από το σκισμένο της μισοφόρι

Μαράθηκαν τα τριαντάφυλλα

και μοιάζουν μ' ανοιχτές πληγές

Κι εσύ είσαι μακρυά μου

Κάποτε αντάμωνα τη νύχτα

κι η άβυσσος μασούσε τα κομμάτια των λυγμών μου

Τώρα τα λάβαρα της θλίψης τρυπούν τον ουρανό

Τ' όνειρο δε χαμογελά στις παρυφές της σκέψης

Αδύναμα τα χέρια της ψυχής μου

ανίκανα να αγκαλιάσουν τους οραματισμούς σου

παραδίνονται στην ικεσία της καρδιάς μου


και με προδίδουν.

Παρασκευή 28 Αυγούστου 2009

Η ΜΟΝΑΞΙΑ ΜΑΣ



Η μοναξιά μας
τσεκούρι γίνεται στα χέρια μας
που πάνω απ'τα κεφάλια σας
γυρίζει
γυρίζει
Σπάει τη γυάλα
Το τζάμι σπάει
Κάθε κομμάτι της
γίνεται σταλακτίτης
πέφτει και καρφώνεται στη γη
Κάθε κομμάτι της
γίνεται καθρέφτης
της ασχήμιας σας
και πέφτει πάνω σας
τρυπάει τα αδειανά σας σώματα
Το φόβο που μας σπέρνετε
τον κάνουμε οργή
και η οργή μας σας σκοτώνει έναν έναν
Καταρρέεις
Σωριάζεσαι
Καταρρέεις
Σωριάζεσαι
Καταρρέεις...

Πέμπτη 27 Αυγούστου 2009

Ωδή σε εναν Άγγελο


Ο πόνος μεγάλος..
Το αντίο ειναι βαρύ...
Ξέρω πως δεν σε έχασα...Άλλωστε δεν μπορει κανείς να μας χωρίσει...
Σου μιλώ και μου απαντάς..έστω και αν λείπεις...
Ξέρεις ότι μου λείπεις....και οχι μόνο σε μένα....
Απολαμβάνεις τις μοναχικές βόλτες σου ανάμεσα στις αναμνήσεις που έχεις από όλους εμάς που σε αγαπήσαμε....
Σου αρέσει να περνάς ατελείωτα βράδυα, αναπολώντας τις συζητήσεις μας, γελας στην σκέψη ότι τα δωμάτια θα είναι πλέον άδεια....
Εκείνα τα δωμάτια που τα γέμιζες με χαρά και αισιοδοξία, με φωνές και σιωπές...


Μου λείπεις πολύ και το ξέρεις καλά....το αισθάνεσαι
Και όταν σου μιλάω με ακούς....είμαι σίγουρη...!!!
Σε σκέφτομαι καλέ μου.....

Παρασκευή 21 Αυγούστου 2009

11 Λεπτά

Μια φορά και έναν καιρό, ήταν ένα πουλί. Στολισμένο με δυο τέλειες φτερούγες και λαμπερό, χρωματιστό και υπέροχο φτέρωμα. Ήταν δηλαδή ένα ζώο φτιαγμένο για να πετάει ελεύθερο και να αιωρείται στον ουρανό, δίνοντας χαρά σε όποιον το παρατηρούσε. Μια μέρα, μια γυναίκα είδε το πουλί και το ερωτεύτηκε. Έμεινε να κοιτάζει το πέταγμα του με το στόμα ανοιχτό από τη σαστιμάρα, με την καρδιά της να γοργοχτυπάει και τα μάτια της να λάμπουν από συγκίνηση. Την κάλεσε να πετάξει μαζί του και ταξίδεψαν μαζί στον ουρανό μέσα σε απόλυτη αρμονία. Η γυναίκα θαύμαζε, υμνούσε και λάτρευε το πουλί. Αλλά τότε σκέφτηκε: Μπορεί να θέλει να γνωρίσει μακρινά βουνά! Και η γυναίκα αισθάνθηκε φόβο. Φόβο μην το ξανανιώσει πια αυτό με άλλο πουλί. Και αισθάνθηκε φθόνο, φθόνο για την ικανότητα του πουλιού να πετάει. Και αισθάνθηκε μοναξιά. Και σκέφτηκε: Θα στήσω παγίδα. Την επόμενη φορά που θα εμφανιστεί το πουλί, δε θα ξαναφύγει. Το πουλί που ήταν και αυτό ερωτευμένο, επέστρεψε την επόμενη μέρα, έπεσε στην παγίδα και κλείστηκε στο κλουβί. Κάθε μέρα η γυναίκα κοιτούσε το πουλί. Ήταν το αντικείμενο του πάθους της και το έδειχνε στις φίλες της, που σχολίαζαν: «Μα εσύ τα έχεις όλα». Όμως άρχισε να γίνεται μια παράξενη μεταμόρφωση: αφού είχε το δικό της πουλί και δε χρειαζόταν πια να το κατακτήσει, έχανε το ενδιαφέρον της. Το πουλί, χωρίς να μπορεί να πετάξει και να εκφράζει το νόημα της ζωής του, πήρε να μαραζώνει, να χάνει την λάμψη του, να ασχημαίνει-και η γυναίκα δε του έδινε πλέον την προσοχή της, μόνο το τάιζε και φρόντιζε το κλουβί του. Μια ωραία μέρα, το πουλί πέθανε. Η γυναίκα λυπήθηκε πολύ και το σκεφτόταν συνέχεια. Αλλά δε θυμόταν το κλουβί, θυμόταν μόνο τη μέρα που το είδε πρώτη φορά, να πετάει ευχαριστημένο μέσα στα σύννεφα. Αν παρατηρούσε τον εαυτό της, θα ανακάλυπτε ότι αυτό που τη συγκινούσε τόσο πολύ στο πουλί ήταν η ελευθερία του, η ενέργεια που εξέπεμπαν οι φτερούγες του, όχι το ίδιο του το σώμα. Χωρίς το πουλί και η δικής της ζωή έχασε το νόημα της και ο θάνατος ήρθε να χτυπήσει την πόρτα της.
«Γιατί ήρθες?» ρώτησε το θάνατο.
«ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΞΑΝΑΠΕΤΑΞΕΙΣ ΜΑΖΙ ΤΟΥ ΣΤΑ ΟΥΡΑΝΙΑ», αποκρίθηκε ο θάνατος.
«ΑΝ ΤΟ ΕΙΧΕΣ ΑΦΗΣΕΙ ΝΑ ΦΥΓΕΙ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ ΝΑ ΕΠΙΣΤΡΕΦΕΙ, ΘΑ ΤΟ ΑΓΑΠΟΥΣΕΣ ΚΑΙ ΘΑ ΤΟ ΘΑΥΜΑΖΕΣ ΑΚΟΜΑ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΟ. ΤΩΡΑ ΟΜΩΣ ΧΡΕΙΑΖΕΣΑΙ ΕΜΕΝΑ ΓΙΑ ΝΑ ΜΠΟΡΕΣΕΙΣ ΝΑ ΤΟ ΞΑΝΑΔΕΙΣ.»

Αλχημιστής


"Γιατί δε ζω ούτε στο παρελθόν μου ούτε στο μέλλον μου.

Έχω μόνο το παρόν,αυτό με ενδιαφέρει.

Αν μπορείς να μείνεις πάντα στο παρόν, θα είσαι ένας ευτυχισμένος άνθρωπος. Η ζωή θα είναι μια γιορτή, ένα μεγάλο πανηγύρι,γιατί είναι πάντα καί μόνο η στιγμή που ζούμε."

Καλώς σε βρήκα..




Στην αρχή ήταν ένα σχόλιο σου.Μετά ακόμα ένα.Στη συνέχεια διαδικτυακή συζήτηση και μια πρώτη γνωριμία.Και τώρα βρέθηκα να γράφω στο δικό σου blog.Ευχαριστώ για το χώρο που μου δανείζεις.Όποτε μπορώ θα συμμετέχω..Κι αν το μετανιώσεις, εδώ είμαστε...Καλή μας αρχή...

Πέμπτη 20 Αυγούστου 2009

SALOME


SALOMÉ: Ah! thou wouldst not suffer me to kiss thy mouth, Jokanaan. Well! I will kiss it now. I will bite it with my teeth as one bites a ripe fruit. Yes, I will kiss thy mouth, Jokanaan. I said it. Did I not say it? I said it. Ah! I will kiss it now .... But wherefore dost thou not look at me, Jokanaan? Thine eyes that were so terrible, so full of rage and scorn, are shut now. Wherefore are they shut? Open thine eyes! Lift up thine eyelids, Jokanaan! Wherefore dost thou not look at me? Art thou afraid of me, Jokanaan, that thou wilt not look at me ...? And thy tongue, that was like a red snake darting poison, it moves no more, it says nothing now, Jokanaan, that scarlet viper that spat its venom upon me. It is strange, is it not? How is it that the red viper stirs no longer ...? Thou wouldst have none of me, Jokanaan. Thou didst reject me. Thou didst speak evil words against me. Thou didst treat me as a harlot, as a wanton, me, Salomé, daughter of Herodias, Princess of Judæa! Well, Jokanaan, I still live, but thou, thou art dead, and thy head belongs to me. I can do with it what I will. I can throw it to the dogs and to the birds of the air. That which the dogs leave, the birds of the air shall devour .... Ah, Jokanaan, Jokanaan, thou wert the only man that I have loved. All other men are hateful to me. But thou, thou wert beautiful! Thy body was a column of ivory set on a silver socket. It was a garden full of doves and of silver lilies. It was a tower of silver decked with shields of ivory. There was nothing in the world so white as thy body. There was nothing in the world so black as thy hair. In the whole world there was nothing so red as thy mouth. Thy voice was a censer that scattered strange perfumes, and when I looked on thee I heard a strange music. Ah! wherefore didst thou not look at me, Jokanaan? Behind thine hands and thy curses thou didst hide thy face. Thou didst put upon thine eyes the covering of him who would see his God. Well, thou has seen thy God, Jokanaan, but me, me, thou didst never see. If thou hadst seen me thou wouldst have loved me. I saw thee, Jokanaan, and I loved thee. Oh, how I loved thee! I loved thee yet, Jokanaan, I love thee only .... I am athirst for thy beauty; I am hungry for thy body; and neither wine nor fruits can appease my desire. What shall I do now, Jokanaan? Neither the floods nor the great waters can quench my passion. I was a princess, and thou didst scorn me. I was a virgin, and thou didst take my virginity from me. I was chaste, and thou didst fill my veins with fire .... Ah! ah! wherefore didst thou not look at me, Jokanaan? If thou hadst looked at me thou hadst loved me. Well I know that thou wouldst have loved me, and the mystery of love is greater than the mystery of death. Love only should one consider.

Oscar Wilde

Τετάρτη 19 Αυγούστου 2009

ΤΟ ΜΟΝΟΓΡΑΜΜΑ (απόσπασμα)


Είναι νωρίς ακόμη μές στόν κόσμο αυτόν,μ’ακούς
Δέν έχουν εξημερωθεί τά τέρατα, μ’ακούς
Τό χαμένο μου τό αίμα καί τό μυτερό,μ’ακούς
Μαχαίρι Σάν κριάρι πού τρέχει μές στούς ουρανούς
Καί τών άστρων τούς κλώνους τσακίζει,μ’ακούς
Είμ’εγώ,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,μ’ακούς
Σέ κρατώ καί σέ πάω καί σού φορώ
Τό λευκό νυφικό τής Οφηλίας,μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις,πού πάς καί ποιός,μ’ακούς

Τό λουλούδι αυτό τής καταιγίδας καί μ’ακούς

Τής αγάπης
Μιά γιά πάντα τό κόψαμε
Καί δέν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς,μ’ακούς
Σ’άλλη γή,σ’άλλο αστέρι,μ’ακούς
Δέν υπάρχει τό χώμα , δέν υπάρχει ο αέρας
Πού αγγίξαμε,ο ίδιος,μ’ακούς
Καί κανείς κηπουρός δέν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς
Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες,μ’ακούς
Νά τινάξει λουλούδι,μόνο εμείς,μ’ακούς
Μές στή μέση τής θάλασσας
Από τό μόνο θέλημα τής αγάπης,μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί,μ’ακούς
Μέ σπηλιές καί μέ κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου,άκου
Ποιός μιλεί στά νερά καί ποιός κλαίει -- ακούς;
Είμ’εγώ πού φωνάζω κι είμ’εγώ πού κλαίω,μ’ακούς
Σ’αγαπώ,σ’αγαπώ,μ’ακούς.

Οδ. Ελύτης

Τρίτη 18 Αυγούστου 2009

ΤΑ ΠΕΡΙΣΤΕΡΙΑ


Παύλος Παυλίδης
Τα Περιστέρια

Από τότε όλα αυτά τα καλοκαίρια μπαίνουν στο σπίτι με μηνύματα στο ράμφος από τον άλλο κόσμο πέρα από το βάθος κάτι παράξενα πουλιά τα περιστέρια...

Αν σηκωθεί μέσα στον ύπνο σου ο αέρας και 'ρθεί στο τζάμι σου μπροστά και μουρμουρίζει πες του να πει μια ιστορία, τη γνωρίζει,την ιστορία με την ωραία και το τέρας...

Και 'γώ που χρόνια τώρα ζαλισμένος γυρνώντας σπίτι μου περνάω απ' την πλατεία αναρωτιόμουν λίγο πριν αφηρημένος τι ν' απέγινε εκείνη η κυρία...

ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΣΑΝ ΤΗ ΒΡΟΧΗ


Τ. Ουίλιαμς: «Μίλα μου σαν τη βροχή»
ΓΥΝΑΙΚΑ:
… Κάποια μέρα θα κοιτάξω στον καθρέφτη και θα δω ότι τα μαλλιά μου έχουν αρχίσει να γίνονται γκρίζα και για
πρώτη φορά θ’ ανακαλύψω ότι έζησα σ’ αυτό το μικρό ξενοδοχείο, με ένα ψεύτικο όνομα, χωρίς καθόλου φίλους ή
γνωστούς, ή κανενός είδους σχέσεις, για εικοσιπέντε ολόκληρα χρόνια. Θα με ξαφνιάσει λίγο αλλά δεν θα με τρομάξει
καθόλου. Θα είμαι ευχαριστημένη που ο χρόνος θα έχει περάσει τόσο εύκολα. Μια φορά στο τόσο θα πηγαίνω στον
κινηματογράφο, θα κάθομαι στις πίσω σειρές με όλο αυτό το σκοτάδι γύρω μου και με κείνες τις φιγούρες ακίνητες στο
πλάι μου, χωρίς να με προσέχουν. Βλέποντας την οθόνη. Φανταστικός κόσμος. Ο κόσμος των παραμυθιών. Θα διαβάζω
μεγάλα βιβλία και το ημερολόγιο των νεκρών συγγραφέων. Θα νιώθω πιο πολύ κοντά τους, πολύ περισσότερο απ’ ό,τι
ένιωσα ποτέ για ανθρώπους που γνώρισα, προτού να φύγω από τον κόσμο …
(Μτφρ. Κ. Μητροπούλου)

Κυριακή 16 Αυγούστου 2009

Όπου να' ναι θα' ρθω να σε βρω


Όπου να ‘ναι θα ‘ρθω να σε βρω
και το μυστικό μου να σου πω.
Το ‘ψαξα πολύ για να το πω
σε ‘σένα κι έχανα πολύτιμο καιρό.
Μέσα απ’ τα σκοτάδια κι απ’ το φως
ξεπηδώ σαν γελωτοποιός.
Με τον εαυτό μου έχω γίνει ένα
και δεν είμαι πιόνι κανενός.

Ν. Άσιμος

Σονάτα του σεληνόφωτος (απόσπασμα)


Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.
Γ. Ρίτσος

Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ'αγάπησες



Δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες
σε περασμένα χρόνια.
Και σε ήλιο, σε καλοκαιριού προμάντεμα
και σε βροχή, σε χιόνια,
δεν τραγουδώ παρά γιατί μ' αγάπησες.

Μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου
μια νύχτα και με φίλησες στο στόμα,
μόνο γι' αυτό είμαι σαν κρίνο ολάνοιχτο
κι έχω ένα ρίγος στην ψυχή μου ακόμα,
μόνο γιατί με κράτησες στα χέρια σου.

Μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες
και στη ματιά σου να περνάει είδα τη λυγερή σκιά μου
ως όνειρο να παίζει, να πονάει,
μόνο γιατί όπως πέρναγα με καμάρωσες.


Γιατί, μόνο γιατί σε σεναν άρεσε
γι' αυτό έμειν' ωραίο το πέρασμά μου.
Σα να μ' ακολουθούσες όπου πήγαινα
σα να περνούσες κάπου εκεί σιμά μου.
Μόνο γιατί σε σεναν άρεσε.

Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα
γι' αυτό η ζωή μου εδόθη.
Στην άχαρη ζωή την ανεκπλήρωτη
μένα η ζωή πληρώθη.
Μόνο γιατί μ' αγάπησες γεννήθηκα.

Μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου
μου χάρισε η αυγή ρόδα στα χέρια.
Για να φωτίσω μια στιγμή το δρόμο σου
μου γέμισε τα μάτια η νύχτα αστέρια,
μονάχα για τη διαλεχτήν αγάπη σου.

Χθες


Σε περίμενα. Σου μιλούσα. Ήθελα τόσο πολύ να έρθεις. Όχι για να σε δω ή να σε αγγίξω αλλά για να σ'ακούσω. Να νιώσω ένα χάδι από την ανάσα σου. Περνούσε η ώρα και δεν μπορούσα να κάνω τίποτα για να βρεθώ έστω πιο κοντά σου. Ούτε που ξέρει το μυαλό που κατοικείς καρδιά μου. Σε γυρεύω, σε ψάχνω, σε ζητώ. Κουράστηκα... Πήρα το αυτοκίνητο χωρίς να ξέρω που θέλω να πάω. Προσπαθούσα να βρεθώ πιο κοντά σου. Ακολουθούσα το πιο μαύρο σύννεφο μήπως βρω λίγη βροχή. Άργησα. Κι όμως έφτασα. Την ώρα που σιγόσβηνε η νύχτα, την ώρα που γεννιόταν η αυγή, το σύννεφό μου απλώθηκε και κάλυψε τα πάντα. Καμιά ηλιαχτίδα δεν το νίκησε. Περπάτησα στη βροχή. Την άφησα να κυλήσει πάνω μου, να εισχωρήσει μέσα μου για να με πλύνει. Κι όταν τα δάκρυά μου ενώθηκαν με της σταγόνες της λυτρώθηκα. Λες και βγήκαν όλα από μέσα μου. Σαν ένα δώρο που μου έκανε ο ουρανός γιατί είσαι μακρυά μου. Και μόλις μούσκεψε η ψυχη μου και μαλάκωσε, ξημέρωσε. Κι ήταν μια μέρα άλλη, πιο μαγική και πιο ανάλαφρη από τις άλλες. Κι εσύ' σουν πιο κοντά μου. Λες και γλύστρησες μέσα μου κρυμμένος σε μια στάλα.

Σάββατο 15 Αυγούστου 2009


ΤΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΣΟΥ ΠΩ;

ΠΩΣ Σ' ΑΓΑΠΩ;

Ή ΠΩΣ Σ' ΑΓΑΠΑΩ;

Παρασκευή 14 Αυγούστου 2009

Φθινοπωρινό σχόλιο


Το ουσιώδες στη μικρή ιστορία μου ήταν μια μαύρη κουνιστή
πολυθρόνα - αλλά που είναι τώρα το σπίτι, που είναι η φρουτιέραμε
τα παλιά επισκεπτήρια, οι πετσέτες που πνίγαμε τα γέλια -
μόνον η λάμπα καίει ακόμα στην άδεια κάμαρα, σαν κάποιον που
συνομιλεί με τον εαυτό του αγνοώντας τους κινδύνους ή όπως μια
γυναίκα που δεν τη γνώρισες ποτέ κι όμως θα πρέπει
κάποτε να΄χατε αγαπηθεί πολυ
μες στην ατέλειωτη ερήμωση μιας μέρας του φθινοπώρου.

Τ. Λειβαδίτη

Πέμπτη 13 Αυγούστου 2009

Χαμόγελο


Χωρίς να το μάθει ποτέ, εδάκρυσε,
ίσως γιατί έ π ρ ε π ε να δακρύσει,
ίσως γιατί οι συφορές έ ρ χ ο ν τ α ι.

Απόψε είναι σαν όνειρο το δείλι·
απόψε η λαγκαδιά στα μάγια μένει.
Δεν βρέχει πια.Κι η κόρη αποσταμένη
στο μουσκεμένο ξάπλωσε τριφύλλι.

Σα δυο κεράσια χώρισαν τα χείλη·
κι έτσι βαθιά, γιομάτα ως ανασαίνει,
στο στήθος της ανεβοκατεβαίνει
το πλέον αδρό τριαντάφυλλο τ' Απρίλη

Ξεφεύγουνε απ' το σύννεφον αχτίδες
και κρύβονται στα μάτια της·
τη βρέχειμια λεμονιά με δυο δροσοσταλίδες

που στάθηκαν στο μάγουλο διαμάντια
και που θαρρείς το δάκρυ της πως τρέχει
καθώς χαμογελάει στον ήλιο αγνάντια.

Καρυωτάκης

Σάββατο 8 Αυγούστου 2009

ΤΟ ΧΡΩΜΑ ΤΟΥ ΔΕΡΜΑΤΟΣ


Όταν γεννιέμαι, είμαι μαύρος

Όταν μεγαλώσω, είμαι μαύρος

Όταν κάθομαι στον ήλιο, είμαι μαύρος

Όταν φοβάμαι, είμαι μαύρος

Όταν αρρωσταίνω, είμαι μαύρος

Κι όταν πεθαίνω, ακόμα είμαι μαύρος

Κι εσύ λευκέ άνθρωπε

Όταν γεννιέσαι, είσαι ροζ

Όταν μεγαλώνεις, γίνεσαι λευκός

Όταν κάθεσαι στον ήλιο, γίνεσαι κόκκινος

Όταν κρυώνεις, γίνεσαι μπλε

Όταν φοβάσαι, γίνεσαι κίτρινος

Όταν αρρωσταίνεις, γίνεσαι πράσινος

Κι όταν πεθαίνεις, γίνεσαι γκρι

Και λες εμένα έγχρωμο;

ΟΙ ΑΓΡΙΟΙ



Λένε πως είμαστε εμείς τα παιδιά των διαβόλων
γιατί έχουμε μάθει ν’ απολαμβάνουμε την κάθε Ηδονή
καθώς το φεγγάρι ρίχνει το φως του
πάνω στις μεταμεσονύκτιες δικές μας γιορτές
ενώ φωνάζουμε τις χίλιες χαρές των Αδάμαστων Αγριμιών
αγαπιόμαστε κι ενωνόμαστε δίχως όρια
άπαξ κι αρχίσαμε κανείς δεν μας σταματάει
στων αισθήσεων μία ισόβια γιορτή
στημένη πάνω στα τρυφερά μπράτσα της απόλαυσης
καλπάζουμε, καλπάζουμε άγριοι
κανείς εφήμερος νόμος δεν μπορεί να μας αλυσοδέσει
έχουμε πλήρη ανοσία στα δηλητήρια
της άθλιας δύναμης των εξουσιαστών
οργασμοί τσακίζουν όλα τα κλουβιά που μας περιορίζουν
εκστατικοί βρυχηθμοί αγριμιών
σπάζουν κάθε αλυσίδα που μας κρατούσε δεμένους.


feral faun

ΠΡΩΙΝΟ ΑΣΤΡΟ



Πρωινό Άστρο
Κοριτσάκι μου, θέλω να σου φέρω
τα φαναράκια των κρίνων
να σου φέγγουν τον ύπνο σου.
...................................
Κοιμήσου,
Να μεγαλώσεις γρήγορα.
Έχεις να κάνεις πολύ δρόμο, κοριτσάκι,
κι έχεις δυο πεδιλάκια μόνο από ουρανό.
Κοιμήσου.
..................................
Κοιμήσου, κοριτσάκι.
Είναι μακρύς ο δρόμος.
Πρέπει να μεγαλώσεις.
Είναι μακρύς
μακρύς, μακρύς ο δρόμος.
...................................
Τα δέντρα ανθίζουν,
δεν ξέρουν γιατί,
ανθίζουν.
Τα λουλούδια δε νοιάζονται
να γίνουν καρποί,
γίνονται καρποί.
Κι εγώ τραγουδάω,
δεν ξέρω γιατί,
τραγουδάω.
.............................
Έχω ένα κοριτσάκι
έχω ένα κοριτσάκι.
Είμαι ένα δέντρο μες στη μέση τ' ουρανού.
..........................................
Κράτησέ με, κοριτσάκι,
με παίρνει ο αέρας
πάνω απ' τα βουνά
ψηλά, ψηλά,
γαλανά φτερά,
φτερά, φτερά,
μια θάλασσα φτερά
η χαρά.
Κράτησέ με.
......................................
Μονάχα το χαμόγελό σου
ένας ρόδινος κρίκος να πιαστώ.
Κράτησέ με.
..............................
Μια κίνηση
του τρυφερού χεριού σου
έσβησε μεμιάς όλο το μαύρο.
Έτσι παιδί που μ' έκανες, παιδί μου,
πώς θα τα βγάλω πέρα από τους ίσκιους
που στέκουν και παραμονεύουν
πίσω από τ' ανθισμένο σου χαμόγελο;
..............................
Γιατί δεν είναι, κοριτσάκι,
να μάθεις μόνο
εκείνο που είσαι
εκείνο που έχεις γίνει,
είναι να γίνεις
ό,τι σου λέει
κι ο ρόδινος καρπός που πέφτει
κι η μακρινή σελήνη
στον κοντινό καθρέφτη.
Άλλη χαρά
δεν είναι πιο μεγάλη
απ' τη χαρά που δινεις.


Γ. Ρίτσος